παρακάλυμμα

παρακάλυμμα
παρακάλυμμα
anything hung up beside
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακάλυμμα — τὸ, Α [παρακαλύπτω] 1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να τό καλύπτει, παραπέτασμα 2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.) β) πρόφαση, πρόσχημα… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλυμμάτων — παρακάλυμμα anything hung up beside neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματα — παρακάλυμμα anything hung up beside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματι — παρακάλυμμα anything hung up beside neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαλύμματος — παρακάλυμμα anything hung up beside neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκέπασμα — ατος, τὸ, Α πλάγιο σκέπασμα, παρακάλυμμα, παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκέπασμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”